- καστανέρυθρος
- -η, -οαυτός που έχει χρώμα βαθύ ερυθρό το οποίο πλησιάζει προς το καστανό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
ροδοφύκος — το, Ν συν. στον πληθ. τα ροδοφύκη βοτ. κλάση φυκών, η μόνη τής υποδιαίρεσης ροδόφυτα, τα μέλη τής οποίας χαρακτηρίζονται από τον ιδιαίτερο χρωματισμό τους, που είναι ερυθρός έως ιώδης και σπανιότερα σκοτεινέρυθρος ή καστανέρυθρος και ο οποίος… … Dictionary of Greek
γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… … Dictionary of Greek